χωρατατζής
From LSJ
διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies
διὸ πᾶσαι αἱ τέχναι καὶ αἱ ποιητικαὶ ἐπιστῆμαι δυνάμεις εἰσίν → hence all arts, i.e. the productive sciences, are potencies
ο, θηλ. χωρατατζού, Ν
άτομο που έχει την ικανότητα ή που συνηθίζει να λέει χωρατά, να κάνει αστεϊσμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χωρατά + κατάλ. -τζής (πρβλ. καφε-τζής, πλακα-τζής)].