ψαλίδιον
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
[ῐδ], τό,
A pair of scissors, POxy.1289.5,6 (v A. D.). 2 as pr. name, Scissors, nickname of Alexander Logotheta, because he clipped the coins, Procop.Arc.26, Goth.3.1.
German (Pape)
[Seite 1390] τό, dim. von ψαλίς, Ar. bei Poll. 7, 95.
Greek (Liddell-Scott)
ψᾰλίδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ ψαλίς, ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «ψαλίδι», Προκοπ. Ἱστ. σ. 468, Ἰω. Μοσχ. Λειμωνάρ. σ. 1108Β, κλπ.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ, και ψαλλίδιον Μ
βλ. ψαλίδι.