αγέλαστος
From LSJ
Κάλλιστόν ἐστι κτῆμα παιδεία βροτοῖς → Doctrina hominibus optima est possessio → für Sterbliche ist Bildung das wertvollste Gut
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀγέλαστος -ον) γελῶ
αυτός που δεν γελάει, σκυθρωπός, σοβαρός
νεοελλ.
1. (για πράγματα και καταστάσεις) αυτός που δεν προκαλεί το γέλιο, αυτός με τον οποίο δεν γελάει κανείς
2. αυτός που δεν «γελιέται», δεν εξαπατάται
3. το αρσ. ως ουσ. ο αγέλαστος
ομαδικό παιδικό παιχνίδι, κατά το οποίο οι παίκτες κοιτάζονται μεταξύ τους και προσπαθούν με αστείους μορφασμούς να προκαλέσουν το γέλιο τών άλλων, χωρίς να γελούν οι ίδιοι
αυτός που μπορεί να συγκρατηθεί θεωρείται νικητής
αρχ.
αυτός με τον οποίο δεν μπορεί κανείς να γελάσει, ο σοβαρός.