ἐπιθυμητικός
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
(hyperdor. ἐπιθῡμ-ᾱτικός Diotog. ap. Stob.4.7.62), ή, όν,
A desiring, coveting, lusting after, τινός Pl.R.475b, al.; τὸ ἐ. that part of the soul which is the seat of the desires and affections, ib.439e, Arist.EN1102b30, etc. Adv. -κῶς, ἔχειν τινός, = ἐπιθυμεῖν, Hell.Oxy.16.4, Pl.Phd.108a, Isoc.15.244, D.L.8.1; ἐ. διακεῖσθαι Palaeph.23.
German (Pape)
[Seite 943] ή, όν, begehrend, verlangend, begierig, τινός, wonach, Plat. Legg. V, 475 b; τὸ ἐπιθυμητικόν, das Begehrungsvermögen (Arist. eth. 1, 13, E.), σίτων καὶ ποτῶν, Eßbegierde, Tim. 70 d 91 b, vgl. Rep. IV, 440 c u. Plut. de def. orac. 36. – Adv. ἐπιθυμητικῶς, z. B. ἔχω, = ἐπιθυμῶ, Plat. Phaedr. 108 a.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
enclin à désirer, désireux de, gén. ; τὸ ἐπιθυμητικόν PLAT la faculté de désirer.
Étymologie: ἐπιθυμέω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἐπιθυμητικός, -ή, -όν) επιθυμηση
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιθυμητικόν
το μέρος της ψυχής όπου έχουν την έδρα τους οι επιθυμίες
μσν.
1. ποθητός
2. ωραίος, ευχάριστος
3. (για ρούχα) τα καλά, τα γιορτινά
4. πρόθυμος
αρχ.
αυτός που επιθυμεί σφοδρά κάτι.
επίρρ...
ἐπιθυμητικῶς (Α) («ἐπιθυμητικῶς ἔχω τινός» — επιθυμώ κάτι).
Greek Monotonic
ἐπιθῡμητικός: -ή, -όν, αυτός που επιθυμεί, αυτός που έχει την επιθυμία, αυτός που ποθεί κάτι, με γεν., σε Πλάτ. κ.λπ.· επίρρ., ἐπιθυμητικῶς ἔχειν τινός = ἐπιθυμεῖν, στον ίδ.