ετέρωθεν

From LSJ
Revision as of 08:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐκ ἔστιν ὧδε ἀλλὰ ἠγέρθη → He is not here, but is risen

Source

Greek Monolingual

και ετέρωθε (ΑΜ ἑτέρωθεν)
επίρρ. από το άλλο μέρος, από την άλλη μεριά, από την άλλη πλευρά
αρχ.
1. στην άλλη μεριά, απέναντι
2. από άλλον τόπο, από άλλο μέροςἑτέρωθεν εἰσπράξασθαι», Πλάτ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + επίθ. -θεν, που δηλώνει απομάκρυνση (πρβλ. άλλο-θεν, εκεί-θεν)].