ετερόσχημος

From LSJ
Revision as of 08:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source

Greek Monolingual

ἑτερόσχημος, -ον (ΑΜ)
μσν.
αυτός που έχει διαφορετικό σχήμα ή μορφή
αρχ.
αυτός που δεν είναι τακτικός ή κανονικός, ο ακανόνιστος, ο άτακτος («ἑτερόσχημα διαλείμματα», Ηλιόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -σχημος (< σχήμα), (πρβλ. κακό-σχημος, εύ-σχημος)].