ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil
αἰγιβότης, ο (Α)1. αυτός που εκτρέφει κατσίκες2. ο αιγίβοτος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἰγι- (< αἴξ) + -βότης < βόσκω.