ζῆλος
κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.
English (LSJ)
ου, ὁ, later εος, τό, Ep.Phil.3.6 codd. opt.; Dor. ζᾶλος IG12 (5).891, etc.:—
A jealousy (= φθόνος), Hes.Op.195, S.OT1526: coupled with φθόνος by Democr.191, Lys.2.48, Pl.Phlb.47e, 50c, Lg. 679c(pl.); εἰς ζῆλον ἰέναι Id.R.550e: more usu. in good sense, eager rivalry, emulation, Id.Mx.242a, Arist.Rh.1388a30. 2 c. gen. pers., zeal for one, ξυναίμων S.OC943; κατὰ ζῆλον Ἡρακλέους in emulation of him, Plu.Thes.25; ζ. πρός τινα Luc.Dem.Enc.57: abs., passion, PGrenf.1.1.13 (ii B.C.). 3 c. gen. rei, ζῆλον . . γάμων ἔχουσα causing rivalry for my hand, E.Hec.352; ζ. ἀζήλων καὶ φόβον ἀφόβων Phld.Oec.p.66J.; ζ. τῶν ἀρίστων emulous desire for... opp. φυγὴ τῶν χειρόνων, Luc.Ind.17; ἀνδραγαθίας Plu.Cor.4; so ζ. πρός τι Phld.Rh.2.53S., Plu.Per.2; ζ. περὶ τὰ στρατιωτικά Str.14.2.27: pl., ambitions, Phld.Rh.2.54S. 4 fervour, zeal, LXX 4 Ki.19.31, al., 1 Ep.Cor.14.1,al.; indignation, ζ. πυρός Ep.Hebr.10.27. 5 personified as son of Styx, brother of Βία, Κράτος, Νίκη, Hes.Th. 384. II pride, honour, glory, S.Aj.503; ζ. καὶ χαρά D.18.217; τὸν αὐτὸν ἔχει ζῆλον ὁ στέφανος, ib.120; ζῆλον καὶ τιμὴν φέρει τῇ πόλει Id.23.64, cf. 18.273, 60.33. III spirit, τῆς πολιτείας Plb.4.27.8: pl., tastes, interests, τοῖς ἀπὸ διαφόρων ἐπιτηδευμάτων, βίων, ζήλων, ἡλικιῶν, Longin.7.4. 2 esp. in Lit. Crit., style, τοῦ Ἀσιανοῦ λεγομένου ζήλου Str.14.1.41, cf. Plu.Ant.2.
German (Pape)
[Seite 1138] ὁ (ζέΕω), eigtl. heftige, leidenschaftliche Bewegung (bei Hes. Th. 384 ist Ζῆλος Bruder von Νίκη, Κράτος u. Βία), bes. mit Rücksicht auf ein anderes Ausgezeichnetes, – 1) Bewunderung u. Eifer für Etwas, οὐδείς ποτ' αὐτοὺς τῶν ἐμῶν ἂν ἐμπέσοι ζῆλος ξυναίμων Soph. O. C. 946; ζῆλος τῶν ἀρίστων neben φυγὴ τῶν χειρόνων, Nacheiferung, Luc. adv. Indoct. 17; so πρός τι, Plut. Pericl. 2; ζῆλον καὶ φιλοτιμίαν ἐμποιεῖν τινι Lyc. 15; καὶ μίμησις Hdn. 2, 4, 3; καὶ ἀγὼν πρός τινα Plut. Artax. 4; ζῆλοι νεωτερικοί, Jugendstudien, Pol. 10, 24, 7. – Der Gegenstand der Bewunderung, Glück, Soph. Ai. 498; vgl. Dem. 18, 273, wo ζῆλος καὶ τιμαί verbunden sind, u. ibd. 120 τὸν αὐτὸν ἔχει ζῆλον ὁ στέφανος ὅπου ἂν ἀναῤῥηθῇ. – 2) mit dem Gefühle des Untergeordnetseins verbunden, Neid, Hes. O. 194; mit φθόνος verbunden, Plat. Phil. 47 e Legg. 679 c; aber Menex. 242 a wird ζῆλος als das Vorangehende, φθόνος als das daraus Folgende dargestellt, u. Ammon. giebt für ζῆλος als charakteristisch die δι' ἐπιθυμία, μίμησις γιγνομένη δοκοῦντός τινος καλοῦ an, vgl. Arist. rhet. 2, 11. - 3) Eifersucht, Eur. Hec. 352; vgl. B. A. 97; ζήλοις τινα βάλλειν Mel. 41 (XII, 70).
Greek (Liddell-Scott)
ζῆλος: -ου, ὁ, παρὰ μεταγεν. -εος, τό, Ἐπιστ. Φιλ. 3. 9 (ἐν τοῖς ἀρίστοις τῶν χ/φων), κτλ. (Πιθ. ἐκ τοῦ ζέω). Πρόθυμος ἅμιλλα, μετὰ ζήλου μίμησις, εὐγενὴς πόθος πρὸς ὑπερτέρησιν ἢ πρὸς τοὺς ἄλλους ἐξίσωσιν, ἀντίθ. φθόνος, Πλάτ. Μενεξ. 242A, Ἀριστ. Ρητ. 2. 11, 1˙ ἀλλ’ ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 193, = φθόνος, ζηλοτυπία˙ συνδυάζονται τὰ δύο παρὰ τῷ Λυσ. 195. 13, Πλάτ. Φιλήβ. 47E, 50B, καὶ (ἐν τῷ πληθ.) Νόμ. 679C εἰς ζῆλον ἰέναι Πολ. 550E. 2) μετὰ γεν. προσώπου, προθυμία πρὸς μίμησίν τινος, Σοφ. Ο. Κ. 943˙ κατὰ ζῆλον Ἡρακλέους, ἁμιλλώμενος πρὸς τὸν Ἡρ., Πλούτ. Θησ. 25˙ ζ. πρός τινα Λουκ. Δημών. 57. 3) μετὰ γεν. πράγμ., ζῆλον... γάμων ἔχουσα, ἐγείρουσα ἅμιλλαν περὶ τοῦ γάμου, Εὐρ. Ἕκ. 352˙ ζ. τῶν ἀρίστων, εὐγενὴς πόθος τῶν..., ἀντίθ. φυγὴ τῶν χειρόνων Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 17˙ ἀνδραγαθίας, εὐεξίας, πλούτου, κτλ., Πλούτ. Κορ. 4, κτλ.˙ οὕτω, ζ. πρός τι ὁ αὐτ. Περικλ. 2. 4) προσωποποιούμενος ὡς υἱὸς τῆς Στυγός, ἀδελφὸς δὲ τῆς Βίας, Κράτους, Νίκης, Ἡσ. Θ. 384. ΙΙ. Παθ., τὸ ἀντικείμενον τῆς ἁμίλλης ἢ τοῦ πόθου, εὐτυχία, εὐδαιμονία, δόξα, Σοφ. Αἴ. 503˙ ζῆλος καὶ χαρὰ Δημ. 300. 23˙ τὸν αὐτὸν ἔχει ζῆλον ὁ στέφανος ὁ αὐτ. 267. 14˙ ζῆλον καὶ τιμὴν τῇ πόλει φέρει ὁ αὐτ. 641. 8, πρβλ. 317. 9, 1399. 21. ΙΙΙ. περὶ ὕφους λόγου, Ἡγεσίας ὁ ῥήτωρ, ὃς ἦρξε μάλιστα τοῦ Ἀσιανοῦ λεγομένου ζήλου παραφθείρας τὸ καθεστηκὸς ἔθος τὸ Ἀττικὸν Στράβ. 648˙ τῷ καλουμένῳ Ἀσιανῷ ζήλῳ τῶν λόγων Πλούτ. Ἀντων. 2˙ - ὡσαύτως, ὁρμητικότης, ἀγριότης, ζ. πυρὸς Ἐπιστ. π. Ἑβρ. ι΄, 27.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
I. propr. ébullition :
1 ardeur, zèle : τινος ou πρός τινα pour qqn ; τινος, πρός τι pour qch;
2 émulation, rivalité;
3 en mauv. part haine, jalousie;
II. objet d’émulation, sujet de gloire;
III. exubérance de style.
Étymologie: ζέω.
English (Strong)
from ζέω; properly, heat, i.e. (figuratively) "zeal" (in a favorable sense, ardor; in an unfavorable one, jealousy, as of a husband (figuratively, of God), or an enemy, malice): emulation, envy(-ing), fervent mind, indignation, jealousy, zeal.
English (Thayer)
ζήλου, ὁ, and (in L T Tr WH; (T Tr WH)) τό ζῆλος (Ignatius ad Trall. 4 [ET]; διά ζῆλος, Clement of Rome, 1 Corinthians 4,8 [ET] ("in Clement of Rome, §§ 3,4, 5,6 the masculine and neuter seem to be interchanged without any law" (Lightfoot). For facts see especially Clement of Rome, edition 2Hilgenfeld (1876), p. 7; cf. Wit. Appendix, p. 158; Winer s Grammar, § 9, N. 2; Buttmann, 23 (20)); (from ζέω (Curtius, § 567; Vanicek, p. 757)); the Sept. for קִנְאָה; excitement of mind, ardor, fervor of spirit;
1. zeal, ardor in embracing, pursuing, defending anything: κατά ζῆλος, as respects zeal (in maintaining religion), zeal in behalf of, for a person or thing, Sophocles O. C. 943); ὑπέρ τίνος, genitive of person, with subject. genitive ζήλῳ Θεοῦ, with a jealousy such as God has, hence, most pure and solicitous for their salvation, the fierceness of indignation, punitive zeal, πυρός (of penal fire, which is personified (see πῦρ, at the end)), an envious and contentious rivalry, jealousy: ἐπλήσθησαν ζήλου, ζῆλοι, now the stirrings or motions of ζῆλος, now its outbursts and manifestations: L T Tr (WH, yet in Galatians , the passage cited WH only in text) have adopted ζῆλος (ζῆλοι τέ καί φθόνοι, Plato, legg. 3, p. 679c.). (On the distinction between ζῆλος (which may be used in a good sense) and φθόνος (used only in a bad sense) cf. Trench, Synonyms, § xxvi.; Cope on Aristotle, rhet. 2,11,
Greek Monolingual
(I)
ο (AM ζῆλος, ὁ και ζῆλος, το, Α και ζᾱλος, ὁ)
1. ψυχική ζέση, προθυμία για την εκτέλεση έργου ή αφοσίωση σε κάποια αποστολή (α. «εργάζεται με ζήλο» β. «ὁ ζῆλος τοῡ οἴκου Σου κατέφαγέ με», ΠΔ)
2. σφοδρή επιθυμία, έντονος πόθος («... θαυμάζουσι τὴν ἡδονὴν τῆς κόρης, ζῆλος ἐνέπεσεν σ' αὐτοὺς ἵνα τὴν ἀναρπάξουν», Διγ. Ακρ.)
μσν.-αρχ.
1. φθόνος, ζηλοτυπία («διὰ ζῆλον τῶν γεγενημένων καὶ φθόνον τῶν πεπραγμένων», Λυσ.)
2. προθυμία για μίμηση κάποιου, θαυμασμός («κατὰ ζῆλον Ἡρακλέους», Πλούτ.)
3. δικαιολογημένη αντίθεση και αγανάκτηση («ζῆλος κατὰ τῶν πολεμίων», Θεοδώρ.)
αρχ.
1. το αντικείμενο τών ευγενικών επιδιώξεων
2. η σταθερή επιδίωξη ορισμένου ύφους στον λόγο («τοῡ Ἀσιανοῡ λεγομένου ζήλου», Στράβ.)
3. ορμή, σφοδρότητα («πυρὸς ζῆλος ἐσθίειν τοὺς ὑπεναντίους ΚΔ)
4. φρ. «ζῆλος τῆς πολιτείας» — οι γενικές αρχές που διέπουν το πολιτικό καθεστώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Συγγενές πιθ. με τα ζητρός, ζητέω-ώ, ζημία, δίζημαι, αλλά χωρίς σαφείς αντιστοιχίες στις άλλες ΙΕ γλώσσες.
ΠΑΡ. ζηλεύω αρχ. ζαλέω, ζηλαίος, ζηλέω
ζηλοσύνη, ζηλόω.
ΣΥΝΘ.: (Α' συνθετικό) ζηλότυπος, αρχ. ζηλοδοτήρ, ζηλομανής
μσν.
ζηλοπαθής
νεοελλ.
ζηλόφθονος. (Β' συνθετικό) άζηλος, αντίζηλος, επίζηλος, κακόζηλος, πολύζηλος, χαμαίζηλος
αρχ.
αγάζηλος, ανομόζηλος, αρίζηλος, βαρύζηλος, δύσζηλος, ετερόζηλος, εύζηλος, μεγαλόζηλος, ομόζηλος, παναρίζηλος, φιλόζηλος
νεοελλ.
περίζηλος.———————— (II)
ο
υμενόπτερο της οικογένειας τών βροκονιδών.
Greek Monotonic
ζῆλος: -ου, ὁ, έπειτα -εος, τό (πιθ. από το ρήμα ζέω)
I. 1. συναγωνισμός με προθυμία, ενθουσιώδης άμιλλα, ένθερμη προσπάθεια μίμησης με σκοπό να μοιάσει κάποιος σε κάτι που θεωρείται πρότυπο, ευγενές πάθος για επικράτηση, αντίθ. προς το φθόνος (ζηλοτυπία), σε Πλάτ. κ.λπ.· αλλά, επίσης, ζηλοτυπία, σε Ησίοδ.
2. με γεν. προσ., προθυμία για μίμηση κάποιου προσώπου, σε Σοφ., Πλούτ.
3. με γεν. πράγμ., συναγωνισμός, άμιλλα που εκδηλώνεται για την απόκτηση κάποιου πράγματος, σε Ευρ.· ζῆλος πλούτου, σε Πλούτ. κ.λπ.
II. Παθ., το αντικείμενο του συναγωνισμού ή το αντικείμενο του πόθου, ευτυχία, ευδαιμονία, τιμή, δόξα, σε Σοφ., Δημ.
III. λέγεται για το ύφος λόγου, υπερβολή, επιτήδευση, φραστική ακρότητα, σε Πλούτ.· επίσης, αγριότητα, ορμητικότητα, βιαιότητα, σε Καινή Διαθήκη