ήττα
From LSJ
ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον → though I speak with the tongues of men and of angels and have not charity I am become as sounding brass or a tinkling cymbal
Greek Monolingual
η (AM ἧττα, και παλαιότ. αττ. τ. ήσσα)
1. αποτυχία, καταστροφή στον πόλεμο, ατυχής έκβαση μάχης
2. ατυχής, αποτυχημένη έκβαση ενός αγώνα, μιας προσπάθειας ή μιας επιχείρησης («ήττα στις εκλογές»)
αρχ.
1. υποχώρηση σε κάτι, εξασθένηση της προσωπικότητας ή της βούλησης σε κάτι («ἥττας ἡδονῶν τε και επιθυμιῶν», Πλάτ.)
2. φρ. «ἧτταν προσίεμαι» — αφήνω να νικηθώ, δέχομαι να νικηθώ (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. ηττώμαι].