ἀντίλυτρον
From LSJ
English (LSJ)
τό,
A ransom, 1 Ep.Ti.2.6. 2 antidote, remedy, Orph. L.593.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίλυτρον: -ου, τό, τὸ ἀντὶ λύτρου διδόμενον, «Χριστὸς Ἰησοῦς, ὁ δοὺς ἑαυτὸν ἀντίλυτρον ὑπὲρ πάντων» Ἐπιστ. πρὸς Τιμ. Α΄, β΄, 6. 2) ἐν Ὀρφ. Λιθ. 587, ἀντίδοτον φάρμακον.