ιχθυοστεφής

From LSJ
Revision as of 10:09, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

ἰχθυοστεφής και ἰχθυστεφής, -ές (Α)
στεφανωμένος με ψάρια («ἐν ἰχθυοστεφέσι... κόλποις Ἀμφιτρίτας», Τιμόθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + -στεφής (< στέφος, το < στέφω), πρβλ. ακανθο-στεφής, ροδο-στεφής].