καθότι

From LSJ
Revision as of 23:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθότι Medium diacritics: καθότι Low diacritics: καθότι Capitals: ΚΑΘΟΤΙ
Transliteration A: kathóti Transliteration B: kathoti Transliteration C: kathoti Beta Code: kaqo/ti

English (LSJ)

Ion. κατ-, for καθ' ὅ τι (which shd. perh. be written)

   A in what manner, IG12.24.8, al., Hdt.7.2, Th.1.82, etc.; κ. γέγραπται as is written, SIG577.18 (Milet., iii/ii B.C.), etc.; so far as, inasmuch as, Plb.4.25.3, al.

German (Pape)

[Seite 1289] d. i. καθ' ὅτι, insofern, wofern, besser getrennt geschrieben.

Greek (Liddell-Scott)

καθότι: Ἰων. κατότι, ἀντὶ τοῦ καθ’ ὅ τι, ὁ μὲν Ἀρταβαζάνης, κατότι πρεσβύτατός τε εἴη Ἡρόδ. 7. 2· καθότι (καθ’ ὅ τι) χωρήσει, πῶς θὰ προχωρήσῃ, τί τέλος θὰ λάβῃ, Θουκ. 1. 82· γνώμην ἐσενεγκεῖν εἰς τὸν δῆμον καθότι (καθ’ ὅ τι) ἄριστα ἡ πόλις οἰκήσεται· κατὰ τίνα τρόπον, ὁ αὐτ. 8. 67, πρβλ. 4. 34., 5. 76· καθ’ ὅσον, Πολύβ. 18. 19, 5, κλ. Ἐν ταῖς ἀρίσταις ἐκδόσεσι νῦν γράφεται διῃρημένως.

French (Bailly abrégé)

conj.
1 comment, de quelle manière;
2 selon que, comme;
3 en ce que, en tant que ; dans la mesure où.
Étymologie: κατά, ὅ τι.

English (Strong)

from κατά; and ὅς and τὶς; according to which certain thing, i.e. as far (or inasmuch) as: (according, forasmuch) as, because (that).

English (Thayer)

(i. e. καθ' ὁ τί), according to what, i. e.
1. so far as, according as: Polybius 18,19 (36), 5; for כַּאֲשֶׁר, because that, because (cf. Winer's Grammar, § 53,8): L T Tr WH (for Rcc. διότι) in Polybius 18,21 (38),6).
3. as, just as: Baruch 6 (Epistle Jer.) Thucydides, et al.

Greek Monolingual

καθότι και καθ' ὅ,τι, ιων. τ. κατότι και κατ' ὅ,τι)
1. κατά ποιόν τρόπο, πώς ή καθώς, όπως («καθότι γέγραπται»)
2. επειδή, διότι (α. «δεν τον άκουσα, καθότι είμαι βαρήκοος» β. «ὁ μὲν Ἀρτάβαζος, κατότι πρεσβύτατός τε εἴη», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. φρ. καθ' ,τι < κατά + αναφ. αντων. ὅστις, ἥτις, ,τι].

Greek Monotonic

καθότι: Ιων. κατότι αντί καθ' ὅ τι, κατά ποιο τρόπο, με τί είδους τρόπο, σε Ηρόδ., Θουκ.