καλλωπίστρια

Revision as of 08:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

ἡ, fem. of καλλωπιστής, Muson.Fr.3p.10H., Plu.2.140c.

German (Pape)

[Seite 1312] ἡ, iem. zu καλλωπιστής, die auf Putz bedacht ist, Plut. conj. praec. p. 415.

Greek (Liddell-Scott)

καλλωπίστρια: ἡ, θηλ. τοῦ καλλωπιστής, Πλούτ. 2. 140Β.

French (Bailly abrégé)

ας;
adj. f.
élégante, coquette.
Étymologie: καλλωπίζω.

Greek Monolingual

ἡ (Α καλλωπίστρια)
βλ. καλλωπιστής.

Russian (Dvoretsky)

καλλωπίστρια: ἡ щеголиха Plut.