κάκιστος

From LSJ
Revision as of 22:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάκιστος Medium diacritics: κάκιστος Low diacritics: κάκιστος Capitals: ΚΑΚΙΣΤΟΣ
Transliteration A: kákistos Transliteration B: kakistos Transliteration C: kakistos Beta Code: ka/kistos

English (LSJ)

κᾰκίων,

   A v. κακός. κακίω, v. κηκίω.

German (Pape)

[Seite 1298] superl. zu κακός, wie

French (Bailly abrégé)

Sp. de κακός.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM κάκιστος, -η, -ον)
(υπερθ. του κακός) πάρα πολύ κακός.
επίρρ...
κακίστως (Μ)
πολύ κακά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακός + κατάλ. υπερθ. -ιστος (πρβλ. βέλτ-ιστος, κράτ-ιστος)].

Russian (Dvoretsky)

κάκιστος: superl. к κακος.