κλινοστρόφιον
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
English (LSJ)
τό,
A engine of torture, Agath. 4.1 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
κλινοστρόφιον: τό, κολαστήριον ὄργανον, Ἀγάθ. 107Β (Casaub. χειρο-).
Greek Monolingual
κλινοστρόφιον, τὸ (Α)
όργανο βασανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνη + -στρόφιον (< στρόφιον < στρόφος < στρέφω), πρβλ. πηλο-στρόφιον, χειρο-στρόφιον.