κοινόχρηστος

From LSJ
Revision as of 11:35, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που είναι κοινής χρήσης
2. φρ. «κοινόχρηστος χώρος» — ο χώρος που βρίσκεται σε κατοικημένη περιοχή και χρησιμεύει για εξυπηρέτηση του συνόλου τών κατοίκων της, όπως είναι λ.χ. οι δημόσιες πλατείες, τα δημόσια λουτρά κ.ά.
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κοινόχρηστα
χρηματικό ποσό που καταβάλλεται κατά μήνα και κατ' αναλογία από τους ενοίκους μιας πολυκατοικίας για τα κοινά έξοδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -χρηστος (< χρῶμαι), πρβλ. εύ-χρηστος, νεό-χρηστος].