κοπίδι

From LSJ
Revision as of 13:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source

Greek Monolingual

το (Μ κοπίδι[ν])
1. κοπτικό εργαλείο από σίδηρο ή χάλυβα, με ακμή κοφτερή στο ένα άκρο του, το οποίο είναι κατάλληλο για κατεργασία διαφόρων σκληρών υλικών
2. μαχαίρι τών υποδηματοποιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοπίς, -ίδ-ος + υποκορ. κατάλ. -ι(ο)ν (πρβλ. γλωσσίδ-ι, σανίδ-ι)].