ερώ

From LSJ
Revision as of 12:54, 8 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source

Greek Monolingual

(I)
(AM ἐρῶ, -άω, Α ιων. τ. ἐρέω)
μσν.- νεοελλ.
(συν. το μέσ.) ἐρῶμαι
1. αγαπώ, ερωτεύομαι («ἠράσθη τὴν κόρην»)
2. (το αρσ. και θηλ. της μτχ. ως ουσ.) α) ο ερωμένος
ο αγαπητικός, ο εραστής
β) η ερωμένη
(για άτομα που έχουν εξωσυζυγικές, παράνομες σχέσεις) η αγαπητικιά
μσν.
(και το μέσ.) ερώμαι
επιθυμώ («ἐν τῷ Εὐφράτη ποταμῷ ἠράσθη κατοικῆσαι», Διγεν. Ακρ.