ἐπιτάξ

From LSJ
Revision as of 20:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιτάξ Medium diacritics: ἐπιτάξ Low diacritics: επιτάξ Capitals: ΕΠΙΤΑΞ
Transliteration A: epitáx Transliteration B: epitax Transliteration C: epitaks Beta Code: e)pita/c

English (LSJ)

Adv., (ἐπιτάσσω)

   A in a row, Arat.380.    II = συντόμως, Com.Adesp.1296 ; forthwith, straightway, cj. in E.Fr.292.2.    III by command or pre-arrangement, Call.Aet.1.1.9, dub. in Iamb.1.239. (Cf. ἐπιπάξ.)

German (Pape)

[Seite 989] in einer Reihe hinter einander geordnet, ἐπιτὰξ ἄλλῳ παρακείμενος ἄλλος Arat. Phaen. 380. – Nach VLL. ἡ ἐπιτὰξ ὁδός = σύντομος, s. E. M. 365, 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιτάξ: Ἐπίρρ. (ἐπιτάσσω) κατὰ σειράν, ὡς τὸ ἐφεξῆς, Εὐρ. Ἀποσπ. 294, Ἄρατ. 380, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 327. ΙΙ. = συντόμως, Κωμ. Ἀνών. 71.

Greek Monolingual

ἐπιτάξ (Α) επιτάσσω επίρρ.
1. κατά σειράἐπιτάξ, ἄλλῳ παρακείμενος ἄλλος [[[ἀστήρ]]]», Άρατος)
2. αμέσως, παρευθύς («μὴ ἐπιτὰξ τὰ φάρμακα διδόντ’, ἐὰν μὴ ταῡτα τῇ νόσῳ πρέπῃ», Ευρ.)
3. σύντομα, σε σύντομο χρόνο
4. με διαταγή ή προσυμφωνία.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιτάξ: adv. один за другим, подряд Eur.