λεπτόνευρος
From LSJ
γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
English (LSJ)
ον,
A with thin sinews, Adam.2.2 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 30] mit seinen Sehnen, Nerven, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λεπτόνευρος: -ον, ἔχων λεπτὰ νεῦρα, Ἀδαμ. Φυσιογν. 2. 1, σ. 375.
Greek Monolingual
λεπτόνευρος, -ον (Α)
αυτός που έχει λεπτά νεύρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτο- + -νευρος (< νεῦρον), πρβλ. ά-νευρος, κατά-νευρος].