λισφώσασθαι
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
English (LSJ)
ἐλαττώσασθαι, Hsch.
Greek Monolingual
λισφώσασθαι (Α) λίσφος
(κατά τον Ησύχ.) «ἐλαττώσασθαι».