μνημίσκομαι
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
English (LSJ)
A = μιμνήσκομαι, PHamb.37.4 (ii A. D.).
Greek Monolingual
μνημίσκομαι (Α)
μιμνήσκομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνήμη + θαμιστικό επίθημα -ίσκομαι (πρβλ. δειδ-ίσκομαι)].