ακροπόρφυρος
From LSJ
Ὡς τῶν ἐχόντων πάντες ἄνθρωποι φίλοι → Opulento amicos, quos volunt, omnes habent → Wie sehr sind doch den Reichen alle Menschen Freund
Greek Monolingual
ἀκροπόρφυρος, -ον (Μ)
αυτός που έχει κόκκινες άκρες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀκρο- (Ι) + πορφυρός].