αλανάριστος
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
Greek Monolingual
-η, -ο
1. (για το μαλλί) αυτός που δεν λαναρίστηκε, ο άξαστος
2. (για το λινοκαλάμι) ακαθάριστος, αξεφλούδιστος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α- στερητ. + λαναριστός < λαναρίζω].