αλλοπρόσαλλος

From LSJ
Revision as of 23:19, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλλοπρόσαλλος, -ον)
1. αυτός που αποκλίνει πότε προς τον έναν και πότε προς τον άλλον, ευμετάβλητος, ασταθής
2. κακόπιστος, δόλιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ «Σύνθετο εκ συναρπαγής» από τη φρ. ἄλλο πρὸς ἄλλον (λέγων)].