αναερόβιος
From LSJ
Greek Monolingual
-α, -ο
1. κάθε φαινόμενο, οργανισμός, διεργασία κ.λπ. που γίνεται ή διατηρείται σε περιβάλλον χωρίς οξυγόνο
2. (ως ουσιαστικό) ο όρος χρησιμοποιείται για τους αναερόβιους μικροοργανισμούς, δηλαδή αυτούς που δεν χρειάζονται οξυγόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Όρος του Pasteur, ελληνογενής < αν- στερ. + αερόβιος, πρβλ. anaerobie].