ἀνέμπληστος

From LSJ
Revision as of 14:25, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνέμπληστος Medium diacritics: ἀνέμπληστος Low diacritics: ανέμπληστος Capitals: ΑΝΕΜΠΛΗΣΤΟΣ
Transliteration A: anémplēstos Transliteration B: anemplēstos Transliteration C: anemplistos Beta Code: a)ne/mplhstos

English (LSJ)

ον,

   A of which one cannot have one's fill, θέαμα v.l. in Them.Or.2.40b.

German (Pape)

[Seite 223] θέαμα Themist., ein Anblick, an dem man sich nicht satt sehen kann, l. d.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνέμπληστος, -ον) εμπίμπλημι
νεοελλ.
1. αυτός που δεν χορταίνει, ο άπληστος
2. εκείνος που δεν είναι δυνατόν να γεμίσει με κάτι
αρχ.
φρ. «ἀνέμπληστον θέαμα» — θέαμα που δεν χορταίνει να το βλέπει κανείς.