ἀντάλλαγος

From LSJ
Revision as of 15:28, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντάλλᾰγος Medium diacritics: ἀντάλλαγος Low diacritics: αντάλλαγος Capitals: ΑΝΤΑΛΛΑΓΟΣ
Transliteration A: antállagos Transliteration B: antallagos Transliteration C: antallagos Beta Code: a)nta/llagos

English (LSJ)

ον,

   A exchanged for another, Men. 16,254,513.

German (Pape)

[Seite 243] umgetauscht, Menand. bei Suid. Bei B. A. 410 steht dafür nach Mein. falsch ἀνταλλαῖος.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντάλλαγος: -ον, «ἀντάλλαγον καλοῦσι τὸν ἀντὶ ἑτέρου ἠλλαγμένον. Μένανδρος (ἐν) Κανηφόρῳ: ἐδεῖτο χρῆσαι τὴν σεαυτῆς θυγατέρα ἀντάλλαγον. (ἐν) Χήρᾳ: ἑκοῦσα δ’ ἀδελφὴ ποιήσει τοῦτὸ σοι ἀντάλλαγόν γ’ ἕξουσα τούτῳ διδομένη καὶ ἐν Ἁλιεῖ: ἐκλελάκτισεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν μοιχός, ἀλλ’ ἀντάλλαγος». Σουΐδ.

Spanish (DGE)

(ἀντάλλᾰγος) -ον
suplente ἐκλελάκτικεν ὁ χρηστὸς ἡμῖν μοιχός· ἀλλ' ἀντάλλαγος se ha largado nuestro buen adúltero; ya (vendrá) otro que lo sustituya Men.Fr.16, θυγατέρα ἀντάλλαγον Men.Fr.220, τοῦτο ... ἀντάλλαγον Men.Fr.446.

Greek Monolingual

ἀντάλλαγος, -ον (Α)
αυτός που ανταλλάχθηκε με άλλον.