ἀπολυτικός

From LSJ
Revision as of 18:36, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολῠτικός Medium diacritics: ἀπολυτικός Low diacritics: απολυτικός Capitals: ΑΠΟΛΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apolytikós Transliteration B: apolytikos Transliteration C: apolytikos Beta Code: a)polutiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A disposed to acquit. Adv. -κῶς, ἔχειν τινός to be minded to acquit one, X.HG5.4.25.

German (Pape)

[Seite 313] befreiend, Sp.; ἀπολυτικῶς ἔχειν τινός Xen. Hell. 5, 4. 25, Einen gern befreien wollen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολυτικός: -ή, -όν, διατεθειμένος νὰ ἀπολύσῃ, ἀθῳώσῃ: ― Ἐπίρρ., ἀπολυτικῶς ἔχω τινός, ἔχω κατὰ νοῦν, εἶμαι διατεθειμένος νὰ ἀπολύσω, ἀθῳώσω τινά, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 25.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui a de l’indulgence pour absoudre.
Étymologie: ἀπολύω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1que puede ser soltado o liberado τῶν ἐκ τῆς ἀλογίας δεσμῶν Procl.in Euc.46.24.
2 que esta liberado de compromiso matrimonial de una mujer PNess.57.16 (VII d.C.).
3 absoluto primera de las cualidades (ποιότητες) del verbo, Dosith.406.
II adv. -ῶς en disposición de absolver ἀ. αὐτοῦ εἶχον estaban dispuestos a absolverlo X.HG 5.4.25.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ἀπολυτικός), -ή, -όν) απόλυσις
μσν.- νεοελλ.
ο σχετικός με την απόλυση ή την απαλλαγή
αρχ.-μσν.
1. φρ. «ἀπολυτική ἐπιστολή» — επιστολή που χορηγείται σε κληρικό ως άδεια για να μετατεθεί σε άλλη επισκοπή
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀπολυτικόν
απολυτίκιο
αρχ.
αθωωτικός, απαλλακτικός.

Greek Monotonic

ἀπολῠτικός: -ή, -όν (ἀπολύω), αυτός που είναι διατεθειμένος να απαλλάξει, να αθωώσει· επίρρ., ἀπολυτικῶς ἔχειν, έχω κατά νου να απαλλάξω, να αθωώσω κάποιον, σε Ξεν.