άρνηση
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
Greek Monolingual
η (Α ἄρνησις)
το να αρνείται κάποιος κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αρνούμαι.
ΠΑΡ. αρνητικός
αρχ.
αρνήσιμος.
ΣΥΝΘ. αρνησίθεος
μσν.- νεοελλ.
αρνησίχριστος
νεοελλ.
αρνησίδοξος, αρνησίθρησκος, αρνησικυρία, αρνησίπατρις, αρνησιπονία].