ἀρχαιοειδής
From LSJ
Τίς, ξένος ὦ ναυηγέ; Λεόντιχος ἐνθάδε νεκρὸν εὗρέ σ᾿ ἐπ᾿ αἰγιαλοῦ, χῶσε δὲ τῷδε τάφῳ, δακρύσας ἐπίκηρον ἑὸν βίον· οὐδὲ γὰρ αὐτὸς ἥσυχος, αἰθυίῃ δ᾿ ἶσα θαλασσοπορεῖ. → Who art thou, shipwrecked stranger? Leontichus found thee here dead on the beach, and buried thee in this tomb, weeping for his own uncertain life; for he also rests not, but travels over the sea like a gull.
English (LSJ)
ές,
A old-fashioned, archaic, Demetr.Eloc.245.
German (Pape)
[Seite 364] ές, alterthümlich aussehend, Demetr. Phal.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχαιοειδής: -ές, ὁ τὸ εἶδος ἀρχαῖος, ἀρχαϊκός, φεύγειν δεῖ τὸ ἀρχαιοειδὲς καὶ τοῦ ἤθους καὶ τοῦ ῥυθμοῦ Δημ. Φαλ. 245.
Greek Monolingual
ἀρχαιοειδής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται σαν αρχαίος ή σαν παλαιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαίος + -ειδής < είδος).