βόμβυξ
English (LSJ)
ῡκος, ὁ,
A silk-worm, Arist.HA ap.Ath.7.352f. b insect like a wasp, Hsch. 2 silk garment, Alciphr.1.39. II deeptoned flute, A.Fr.57.3, Arist.Aud.800b25, Poll.4.82, Plu.2.713a. 2 cap of a flute, Poll.4.70. 3 lowest note on the flute, Arist.Metaph. 1093b3:—hence Comp. βομβυκέστερος, deeper in tone, Nicom.Harm. 11. III Lacon., = στάμνος, Hsch., AB1354.
German (Pape)
[Seite 453] υκος, ὁ, 1) Seidenraupe, Arist. bei Ath. VIII, 352 f; bei Alciphr. 1, 39 die Seide selbst. – 2) Nach Poll. 4, 70. 82 ein Theil der Flöte, u. eine Art Flöte selbst, Aesch. frg. 54; vgl. Plut. Symp. 7, 8, 4, neben πολυχορδίαι, von rauschenden Blaseinstrumenten. – 3) die Luftröhre der Vögel, Arist.
Greek (Liddell-Scott)
βόμβυξ: -ῡκος, ὁ, μεταξοσκώληξ, εἶδος τοιαύτης κάμπης (πρβλ. βομβυλιὸς 1. 2), Ἀριστ. Ἱ. Ζ. παρ’ Ἀθην. 352F. 2) μέταξα ἢ μεταξοειδὴς κλωστή, Ἀλκίφρων 1. 39. ΙΙ. εἶδος αὐλοῦ, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 55, πρβλ. Ἀριστ. Μεταφ. 13. 6, 8, Πολυδ. Δ΄, 82· ἢ μέρος αὐλοῦ, αὐτόθι 70. ― Ἐντεῦθεν βομβυκίας κάλαμος Θεόφρ. Ι. Φ. 4. 11, 3· ἴδε Chapell Hist. of Anc. Mus. σ. 268 κἑξ. παρ’ Ἀριστ. Ἀκουσμ. 11, 11, ὁ λάρυγξ τῶν πτηνῶν. ΙΙΙ. παρὰ Λάκωσι, = στάμνος Α. Β. 1354.
French (Bailly abrégé)
υκος (ὁ) :
insecte ou instrument bourdonnant ; flûte.
Étymologie: βόμβος.
Spanish (DGE)
-υκος, ὁ
• Prosodia: [-ῡ-]
I mús.
1 plu. instrumento de viento hecho de madera flauta o albogue ἐν χερσὶν βόμβυκας ἔχων, τόρνου κάματον A.Fr.57.3, cf. Arist.Aud.800b25, Plu.2.713a.
2 tb. plu., más concr. cuello de la flauta, Poll.4.70.
3 nota más grave de la escala musical ἀπὸ τοῦ βόμβυκος ἐπὶ τὴν ὀξυτάτην Arist.Metaph.1093b3 (= Pythag.B 27), cf. βομβυκής.
II entom.
1 gusano de seda Hsch.
•capullo del gusano de seda en una fase evolutiva dif. de βομβυλιός q.u., Plin.HN 11.76, 77.
2 abejorro Hsch.
III rel. a las fibras textiles
1 tela o ropa de seda procedente de Arabia o Siria, Alciphr.4.14.4, Prop.2.3.15, Plin.HN 11.78, Gloss.4.313.
2 copo del algodón procedente de Egipto, Plin.HN 19.14.
IV recipiente del tipo στάμνος entre los laconios, Hsch., AB 1354.
• Etimología: Palabra viajera que viene de oriente y que prob. esté en el turco pámbuk, cf. πύμβαξ.
Greek Monolingual
(I)
ο (AM βόμβυξ, -υκος)
ο μεταξοσκώληκας
αρχ.
μετάξι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. ανατολικής προελεύσεως
πρβλ. οσμ. τουρκ. ambuk «βαμβάκι». Παράλληλα προς αυτό υπάρχει ο μσν. τ. πάμβαξ < περσ. ambak, από το οποίο προήλθε αφομοιωτικά και το βαμβάκι (ον) ].———————— (II)
βόμβυξ, ο (Α)
1. είδος αυλού με χαμηλές νότες
2. το λαρύγγι των πτηνών
3. είδος στάμνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. βόμβυξ (ΙΙ) σχηματίστηκε με βάση τη λ. βόμβος και το εκφραστικό επίθημα -υκ-].
Russian (Dvoretsky)
βόμβυξ: ῡκος ὁ
1) зоол. шелкопряд Arst.;
2) гусеница шелкопряда Arst.;
3) свирель низкого тона Aesch., Plut.;
4) низкое гудение, басовые ноты (ἐν αὐλοῖς Arst.);
5) (у птиц) трахея Arst.