γάγγραινα

From LSJ
Revision as of 18:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γάγγραινα Medium diacritics: γάγγραινα Low diacritics: γάγγραινα Capitals: ΓΑΓΓΡΑΙΝΑ
Transliteration A: gángraina Transliteration B: gangraina Transliteration C: gaggraina Beta Code: ga/ggraina

English (LSJ)

ἡ, (γράω ?)

   A gangrene, Hp.Mochl.33, 2 Ep.Ti.2.17, Dsc.1.61, Plu.2.65d, Gal.18(1).687.

Greek (Liddell-Scott)

γάγγραινα: ἡ, (γράω) πληγὴ ἢ ἀπόστημα διαβρωτικόν, φέρον σῆψιν καὶ εἰς τὰ πέριξ μέρη, ὅπερ καταλῆγον εἰς νέκρωσιν ὀνομάζεται σφάκελος, Γαλην., πρβλ. Πλούτ. 2.65D.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
gangrène.
Étymologie: γράω.

Spanish (DGE)

-ης, ἡ

• Alolema(s): γάγρ- Cyran.1.1.83
1 medic. gangrena frec. en sg. y en plu. ποὺς δὲ ἐκβάς, σπασμός, γ. Hp.Mochl.33, cf. Dsc.1.61, Sor.140.8, Gal.18(1).687, Cyran.l.c., Paul.Aeg.4.19, 6.45, 107, Hsch.
fig. sent. moral podredumbre dicho de la calumnia, Plu.2.65d, cf. 2Ep.Ti.2.17.
2 orn. abejaruco, Merops apiaster L. μέροψ ... ὅν τινες γάγγραιναν ὀνομάζουσι Cyran.3.30.3.

• Etimología: Forma c. red. impresiva y suf. fem. -ni̯a quizá rel. c. la r. de γράω q.u.

English (Abbott-Smith)

English (Strong)

from graino (to gnaw); an ulcer ("gangrene"): canker.

English (Thayer)

γαγγραινης, ἡ (γράω or γραίνω to gnaw, eat), a gangrene, a disease by which any part of the body suffering from inflammation becomes so corrupted that, unless a remedy be seasonably applied, the evil continually spreads, attacks other parts, and at last eats away the bones: Wetstein (1752) at the passage cited); Plutarch, diser. am. et adulat. c. 36.)

Greek Monolingual

η (AM γάγγραινα)
1. τοπική νέκρωση των ιστών η οποία προέρχεται από πληγή ή απόστημα που προκαλεί σήψη
2. αιτία που βαθμιαία προκαλεί μεγάλη καταστροφή («η γάγγραινα της εμπάθειας καταστρέφει την ομαλή πολιτική ζωή»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός με αναδιπλασιασμό, και επίθημα -αινα (πρβλ. φαγέδαινα, λ. με παρόμοια σημασία και ίδιο επίθημα). Δεν είναι γνωστό ποιο αρσενικό ουσ. χρησιμοποιήθηκε ως βάση για τον σχηματισμό της λ. Πιθανόν να σχηματίστηκε από τα γάγγρων, γάγγρος ή και γάγγρα, ονομασία της κατσίκας κατά τον Αλέξ. Πολυΐστορα (1ος π. Χ. αιώνας). Οπωσδήποτε η λ. πρέπει να συνδέεται με το γράω «τρώω, ροκανίζω», χωρίς να είναι βέβαιο αν ο εκφραστικός αναδιπλασιασμός πρωτοεμφανίστηκε στο ρήμα (γαγγράω, γαγγραίνω) ή στο ουσιαστικό].

Russian (Dvoretsky)

γάγγραινα: ἡ разъедающая язва, поздн. гангрена Plut., NT.