βρε

From LSJ
Revision as of 08:30, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

Greek Monolingual

και μπρε και ωρε και μωρέ και ρε
1. (επιφώνημα) δηλώνει έκπληξη, θαυμασμό, απορία κ.λπ. για πράγματα ή γεγονότα ανέλπιστα («βρε!», «βρε, βρε», «βρε, κακό πού 'παθα»)
2. (κλητικό) δηλώνει: α) περιφρόνηση («βρε παλιοτόμαρο»)
β) οικειότητα («βρε μάτια μου»).
[ΕΤΥΜΟΛ. βρε < μωρέ, κλητ. του επιθ. μωρός
μπρέ < μρε < μωρέ
ωρέ < μωρέ
μωρέ, κλητ. του επιθ. μωρός
ρε < ωρέ < μωρέ. Η επιφωνηματική λειτουργία του μωρέ ξεκίνησε από την κλητική του επιθέτου μωρός «μωρέ άνθρωπε» κ.τ.ό.), η οποία βαθμηδόν εξελίχθηκε —ήδη στους πρώτους χριστιανικούς χρόνους— σε επιφωνηματικό μόρφημα (πρβλ. ανάλογη εξέλιξη της κλητικής καλέ < καλός). Τέλος οι τ. μωρέ, βρε, μπρε και ο τ. καλέ χρησιμοποιούνται στη νέα Ελληνική επιφωνηματικώς και για τα τρία γένη και για τους δύο αριθμούς (πρβλ. βρε γυναίκα, καλέ παιδιά, μπρε Νικόλα, μωρέ α(ν)θρώποι)].