δενδρήεις

From LSJ
Revision as of 22:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δενδρήεις Medium diacritics: δενδρήεις Low diacritics: δενδρήεις Capitals: ΔΕΝΔΡΗΕΙΣ
Transliteration A: dendrḗeis Transliteration B: dendrēeis Transliteration C: dendrieis Beta Code: dendrh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A wooded, νῆσος, ἄλσος, Od.1.51, 9.200; ἀλωαί Theoc.25.30; νῆσος Jul.Mis.352a.    2 with tree-like markings, ἀχάτης Orph.L.236.    II = δενδρικός, of or for a tree, πόθος Opp.H. 4.270.

German (Pape)

[Seite 545] εσσα, εν, baumreich; Homer zweimal: Odyss. 1, 51 νῆσος δενδρήεσσα; 9, 200 ἐν ἄλσεἱ δενδρήεντι. – Hom. h. Ap. 76 ἄλσια δενδρήεντα; Hom. hymn. 18, 3 ἀνὰ πίση δενδρήεντα; sp. D., z. B. ἀλωαί Theocr. 25, 30; ἄγκεα Orph. Arg. 431: – Opp. πόθος, Verlangen nach den Bäumen, Hal. 4, 270.

Greek (Liddell-Scott)

δενδρήεις: εσσα, εν, δενδρώδης, πλήρης δένδρων, Ὀδ. Α. 51.,Ι 200. ΙΙ. = δενδρικός, ἀνήκων ἢ ἀποβλέπτων εἰς δένδρον, πόθος Ὀππ. Ἁλ. 4. 270.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
rempli d’arbres, boisé.
Étymologie: δένδρον.

English (Autenrieth)

εσσα, εν: full of trees, woody.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν

• Alolema(s): δενδράεις Bio Fr.13.1
1 arbolado, boscoso νῆσος Od.1.51, cf. D.Chr.32.38, Iul.Mis.352a, ἄλσος Od.9.200, h.Ap.76, Bio l.c., Nonn.D.14.211, ἀλωαί Theoc.25.30, δ. Γεραιστός del cabo Geresto, al sur de Eubea, A.R.3.1244, AP 9.668 (Marian.), οὔρεα SEG 32.793.8 (Italia II/III d.C.), ἄγχεα Orph.A.433, de una ciu., Nonn.D.26.296.
2 relativo a los árboles πόθος Opp.H.4.270.
3 arbóreo, parecido a un arbol o planta γράμματα δενδρήεντα ... ὑακίνθων letras parecidas a un árbol que se ven en los jacintos (probablemente que recuerdan la Y), Nonn.D.3.154, ἀχάτης δ. ágata arbórea Orph.L.236, v. δενδραχάτης.

Greek Monolingual

δενδρήεις, -εσσα, -εν (Α)
1. γεμάτος δένδρα, πολύδενδροςνῆσος δενδρήεσσα», Οδ.)
2. ο σχετικός με δένδρο ή δένδρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρεον αναλογικά προς τα επίθετα σε -ήεις (πρβλ. φωνήεις)].

Greek Monotonic

δενδρήεις: -εσσα, -εν (δένδρον), δενδρώδης, δασώδης, σε Ομήρ. Οδ.