δίκτυον
Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier
English (LSJ)
τό, (δικεῖν)
A net: 1 fishing-net, δικτύῳ ἐξέρυσαν πολυωπῷ (sc. ἰχθύας) Od.22.386; φελλοὶ δ' ὣς ἄγουσι δ. A.Ch.506; μολυβδὶς ὥστε δ. κατέσπασεν S.Fr.840; δ. καθιέναι, ἀναιρεῖσθαι, Arist. HA533b19, 602b8. 2 hunting-net, Hdt.1.123, Ar.Av.1083, etc.; larger than ἄρκυς, X.Cyn.2.5, cf. Poll.5.26,27. 3 metaph., δ. ἄτης, Ἅιδου, A.Pr.1078 (anap.), Ag.1115 (lyr.), cf. S.Fr.932. 4 lattice-work, IG11(2).165.4, 13 (Delos, iii B. C.). 5 bottom of a sieve, Hsch.
German (Pape)
[Seite 630] τό (δικεῖν), das Netz; bes. – a) Fischernetz; Od. 22, 386 δικτύῳ πολυωπῷ, ἅπαξ εἰρημέν.; Aesch. Ch. 499; Soph. frg. 783; καὶ κυρτοί Plat. Soph. 220 c; s. bes. die compp. – b) Jagdnetz; Her. 1, 123; Stellgarn, bes. das größere im Ggstz der kleineren ἄρκυες, Xen. Cyn. 2, 5; Poll. 5, 26; Ar. Av. 1083 u. A. – c) übertr., εἰς ἀπέραντον δίκτυον ἄτης ἐμπλεχθήσεσθε Aesch. Prom. 1080; ἐπὶ Τροίας πύργοις ἔβαλες δ. Ag. 349; δίκτυα δυσόρατα ἐνεπετάννυες Xen. Cyr. 1, 6, 19. – d) bei Hesych. der durchlöcherte Boden eines Siebes.
Greek (Liddell-Scott)
δίκτυον: τό, (ἴδε δικεῖν). 1) πρὸς ἀγορὰν ἰχθύων, δικτύῳ ἐξέρυσαν πολυωπῷ (ἐνν. ἰχθύας) Ὀδ. Χ. 386· φελλοὶ δ’ ὣς ἄγουσι δ. Αἰσχύλ. Χο. 506· μολιβδὶς ὥστε δ. κατέσπασεν Σοφ. Ἀποσπ. 783· δ. καθιέναι, ἀναιρεῖσθαι Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 8, 12., 8. 19, 13. 2) δίκτυον τοῦ κυνηγοῦ, «βρόχια», Ἡρόδ. 1. 123, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1083, κτλ.· διάφορον τοῦ καλουμένου ἄρκυς, Ξεν. Κυν. 2, 5, πρβλ. Πολυδ. Ε΄, 26, 27. 3) μεταφ., δ. ἄτης, Ἅιδου Αἰσχύλ. Πρ. 1078, Ἀγ. 1115, πρβλ. Σοφ. Ἀποσπ. 670. ΙΙ. ὁ πυθμὴν κοσκίνου, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 filet de pêche;
2 filet de chasse.
Étymologie: δίκω.
English (Autenrieth)
net, for fishing, Od. 22.386†.
Spanish (DGE)
(δίκτῠον) -ου, τό
I 1red
a) de pesca ἰχθύας ... ἁλιῆες ... πολιῆς ἔκτοσθε θαλάσσης δικτύῳ ἐξέρυσαν πολυωπῷ Od.22.386, φελλοὶ δ' ὣς ἄγουσι δ. cual corchos tiran de la red A.Ch.506, μολυβδὶς ὥστε δ. κατέσπασεν igual que el plomo arrastra hacia el fondo la red S.Fr.840, κύρτοι δὴ καὶ δίκτυα καὶ βρόχοι nasas, redes y lazos Pl.Sph.220c, ἁλιήων δίκτυα Call.Dian.197, δίκτυα ... τῶν τὰ μὲν ἀμφίβληστρα, τὰ δὲ γρῖφοι καλέονται Opp.H.3.79, cf. Theoc.1.40, PTeb.701.88 (III a.C.), Eu.Matt.4.20, Alciphr.1.17.1, Babr.4.4, Luc.DMar.12.2, D.P.Au.2.5, Hld.5.18.4, Plot.4.3.9, usada tb. como mosquitero, Hdt.2.95, cf. AP 9.765 (Paul.Sil.)
•en expr. para ‘sacar, recoger la(s) red(es)’ τὰ δίκτυα ... ἀναιροῦνται οἱ ἁλιεῖς Arist.HA 602b8, δ. ἐξερύοντες ἐπ' ᾐόνας Opp.H.4.574, cf. Q.S.9.173, ἰχθυβολῇ δ. αὐερύοντι Nonn.D.40.330
•en expr. para ‘echar la(s) red(es)’ δίκτυα καθιέναι Arist.HA 533b19, Luc.Herm.65, δίκτυα ἀφειμένα ἐπ' ἰχθύων θήρᾳ Paus.2.30.3, βαλεῖν ... εἰς ἅλα δῖαν δίκτυα Q.S.11.64, ἔρριπται δ' ὁ βόλος, τὸ δὲ δ. ἐκπεπέτασται Orác. en Hdt.1.62;
b) de caza, para cazar liebres, Hdt.1.123, X.Mem.3.11.8, distinta de ἄρκυς y ἐνόδιον X.Cyn.2.4, 5, cf. Poll.5.26, 27, κυσὶ καὶ δικτύοις λαγὼς ... λαμβάνοντες Longus 2.12.3, τήνδ' ἄγραν ... ἣν ἠγρεύσαμεν ... οὐ δικτύοισιν E.Ba.1206, δίκτυα τὰ εἰς κυνηγίαν D.S.5.76, δίκτυά τ' ἀμπετάσαντο καὶ ἄρκυας ἀμφεβάλοντο Opp.C.4.381, cf. 2.24, εὔπλοκα δίκτυα θήρης Nonn.D.48.333, de caza mayor δίκτυα ἐλάφεια καὶ σύεια usadas tb. para escalar muros, Aen.Tact.11.6, tb. para cazar pájaros, Ar.Au.528, 1083, V.208, LXX Pr.1.17, Babr.124.7;
c) sin ref. precisa a pesca o caza τέτρηται δικτύου πλείω λέγειν tiene más agujeros que una red A.A.868, de la red c. que Clitemestra mató a Agamenón δ. ᾍδου red de Hades A.A.1115, cf. Ch.999, para evitar que Filocleón huya, Ar.V.131, 367
•prov. δικτύῳ ἄνεμον θηρᾷ ref. a los que se afanan en cosas inútiles, Phot.δ 612
•usos fig. περιβαλὼν δ' ἄγραν ... οὐκ ἐπέσπασεν μέγα δ. después de envolver la pieza, no cerró la gran red e.d. no actuó interesadamente, Sol.23.4
•gener. ref. a situaciones sin escapatoria, frec. promovidas por los dioses Ἔρος αὖτέ με ... ἐς ἄπειρα δίκτυα Κύπριδος ἐσβάλλει Ibyc.6.4, Νὺξ φιλία ... ἥτ' ἐπὶ Τροίας πύργοις ἔβαλες στεγανὸν δ. A.A.357, cf. Pr.1078, ἐν τοῖσιν αὐτοῖς δικτύοις ἁλίσκεται πρὸς τοῦ παρόντος ἱμέρου νικωμένη S.Fr.932, δέδοικα μή με δικτύων ἔσω λαβόντες οὐκ ἐκφρῶσ' ἀναίμακτον χρόα temo no me dejen escapar sin cubrirme de sangre una vez que me tengan atrapado en sus redes E.Ph.263, cf. Or.1315, γλῆναι ... σπλάγχνων ἡμετέρων δίκτυα καὶ παγίδες sus pupilas, redes y trampas de mi alma, AP 5.56 (Diosc.), ἄχρι ἂν λάθωσιν εἰς τὰ δίκτυα ἐμπεσόντες Luc.Tox.13, μάντεις ... δίκτυα χρησμῶν ... πλέκτοντας Erot.Fr.Pap.Daul.2.25, δίκτυα λυγρὰ ... προὔφυγον ἀμπλακίης IG 4.54.5 (Egina V/VI d.C.), θανάτου δίκτυα SEG 27.436 (Mar Negro I a.C.), τὰ τοῦ ᾅδου δίκτυα T.Abr.A 8.10, en una discusión ὥσπερ ἐν δικτύῳ εἰλημμένος Pl.Euthd.302b
•en la teoría órfico-pitagórica de la constitución reticular de la materia ἐν τοῖς καλουμένοις Ὀρφέως ἔπεσιν ... ὁμοίως φησὶ γίγνεσθαι τὸ ζῷον τῇ τοῦ δικτύου πλοκῇ Arist.GA 734a20, Δ. La Red tít. de un poema sobre esta teoría, Sud.s.u. ἵππος Νισαῖος (= Orph.Fr.289), s.u. Ὀρφεύς (= Brontinus 4).
2 sent. dud., quizá malla, vestido de malla δ. ἐπιβαλὼν αὐτῷ I.AI 9.92, cf. AP 5.104 (Marc.Arg.).
3 tamiz Hsch.
II como elemento arq.
1 celosía, enrejado παρακύπτων διὰ τῶν θυρίδων, ἐκκύπτων διὰ τῶν δικτύων LXX Ca.2.9, τὰ δίκτυα τὰ ἐν ταῖς θυρίσι Gr.Nyss.Hom.in Cant.144.16
•de un trampantojo que figura una celosía τὰ δίκτυα τὰ ἐπιγεγραμμένα ἐπάνω τῶν θυρῶν IG 11(2).165.13, cf. 4 (Delos III a.C.).
2 retículo, redecilla como elemento decorativo en arq., cerámica, etc. δ. καὶ ῥοαὶ ἐπὶ τοῦ γείσους κύκλῳ LXX Ie.52.22, χωνευτὸν ... κρίνον ... ᾧ περιέκειτο δ. ἐλάτῃ χαλκέᾳ περιπεπλεγμένον I.AI 8.77, βωμὸς ... δικτύῳ τὴν ἐσχάραν ἐμφερής I.AI 3.149, πλέγμα ῥομβωτὸν δικτύοις ἐμφερές en la decoración de un vaso, I.AI 12.79.
3 balaustrada que separa el altar del cuerpo de la iglesia, Eus.HE 10.4.44. • DMic.: de-ku-tu-wo-ḳọ.
• Etimología: Lo antiguo parece ser *δεικτυς, -υος, nombre de acción en -τυ sobre δικεῖν q.u. (para vocalismo -ει-, cf. mic. de-ku-to-wo-ko, prob. *δεικτυ-Ϝοργός ‘redero’; del plu. *δ(ε)ικτυα se habría rehecho un nombre tem. δίκτυον.
English (Strong)
probably from a primary verb diko (to cast); a seine (for fishing): net.
English (Thayer)
δικτύου, τό (perhaps from ΔΙΚΑΙΝ to cast, cf. Etym. Magn. Colossians 275,21), a net: Homer and following.) [ SYNONYMS: δίκτυον, ἀμφίβληστρον, σαγήνη: δίκτυον seems to be the general name for nets of all kinds; whereas ἀμφίβληστρον and σαγήνη designate specifically nets for fishing: — the former a casting-net, generally pear-shaped; the latter a seine or drag-net. Cf. Trench, § lxiv.; B. D. under the word Smith's Bible Dictionary, Net.]
Greek Monolingual
το
βλ. δίχτυ.
Greek Monotonic
δίκτυον: τό (δικεῖν), δίχτυ ψαρέματος, «βρόχια», σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.· δίχτυ κυνηγιού, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· μεταφ., δ. ἄτης, Ἅιδου, σε Αισχύλ.