διορθεύω
From LSJ
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
English (LSJ)
= sq., only in E.Supp.417 μὴ διορθεύων λόγους not
A judging rightly of words.
Greek (Liddell-Scott)
διορθεύω: τῷ ἑπομ., ἀπαντᾷ μόνον ἐν Εὐρ. Ἱκέτ. 417, μὴ διορθεύων λόγους, μὴ κρίνων ὀρθῶς περὶ λόγων· ἴδε Matthia ἐν τόπῳ.
French (Bailly abrégé)
c. διορθόω.
Spanish (DGE)
dirigir correctamente fig. πῶς ἂν μὴ διορθεύων λόγους ὀρθῶς δύναιτ' ἂν δῆμος εὐθύνειν πόλιν; E.Supp.417.
Greek Monolingual
διορθεύω (Α) ορθεύω
κρίνω ορθά.
Greek Monotonic
διορθεύω: μέλ. -σω, κρίνω σωστά, σε Ευρ.