δύσμορφος

From LSJ
Revision as of 22:20, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Φίλιππον ἐπιστῆσαι τοῖς πράγμασι τούτοις → let Philip have a hand in the business, surrender control to Philip

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δύσμορφος Medium diacritics: δύσμορφος Low diacritics: δύσμορφος Capitals: ΔΥΣΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: dýsmorphos Transliteration B: dysmorphos Transliteration C: dysmorfos Beta Code: du/smorfos

English (LSJ)

ον,

   A misshapen, ill-favoured, ἐσθής E.Hel. 1204, Lyc.692, Plu.2.670a.

German (Pape)

[Seite 684] mißgestaltet, häßlich; ἐσθής Eur. Hel. 1220; sp. D.; – τὸ δ., = vorigem, Pallad. 5 (X, 56).

Greek (Liddell-Scott)

δύσμορφος: -ον, κακόμορφος, ἄσχημος, ἐσθὴς Εὐρ. Ἑλ. 1204.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difforme, laid.
Étymologie: δυσ-, μορφή.
Ant. εὔμορφος.

Spanish (DGE)

-ον
1 feo, deforme de pers. δ. εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός E.Fr.842, cf. Men.Mon.177, Luc.Tox.24, Isid.Pel.M.78.249D, de anim. πιθήκων ... γένος δύσμορφον Lyc.692, cf. Plu.2.670a, de cosas ἐσθής E.Hel.1204
subst. τὸ δύσμορφον τοῦ λίθου el defecto de la piedra Luc.Am.15, cf. Nonn.D.35.56.
2 adv. -ως: δ. ἔχειν ser feo, deforme Eust.1855.50.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δύσμορφος, -ον)
άσχημος, κακοφτιαγμένος
νεοελλ.
γένος ακαληφών της οικογένειας τών μαργελιδών.

Greek Monotonic

δύσμορφος: -ον (μορφή), κακόμορφος, άσχημος, παραμορφωμένος, κακοφτιαγμένος, ἐσθής, σε Ευρ.