δωσίδικος
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
English (LSJ)
ον,
A referring disputes to a court, Hdt.6.42. 2 subject to jurisdiction, δ. παρασχεῖν τοὺς ἠδικηκότας Plb.4.4.3, cf. UPZ121.14.
German (Pape)
[Seite 696] sich der Gerechtigkeit übergebend, dem Rechte sich unterwerfend, im Ggstz der Selbsthülfe, Her. 6, 42, wo der Ggstz μὴ ἀλλήλους φέρειν καὶ ἄγειν; Pol. 4, 4, 3.
Greek (Liddell-Scott)
δωσίδῐκος: -ον, ὁ παραδίδων ἑαυτὸν εἰς τὴν δίκην, εἰς τὸν νόμον, εἰς τὸ δικαστήριον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν αὐτοδικοῦντα, ἵνα δωσίδικοι εἶεν καὶ μὴ ἀλλήλους φέροιέν τε καὶ ἄγοιεν Ἡρόδ. 6. 42,, Πολύβ. 4. 4, 3·― οὐχὶ δοσίδικος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui s’en remet à la justice.
Étymologie: δίδωμι, δίκη.
Spanish (DGE)
-ον
sometido a las leyes, sujeto a jurisdicción, justiciable ἵνα δωσίδικοι εἶεν καὶ μὴ ἀλλήλους φέροιέν τε καὶ ἄγοιεν Hdt.6.42, cf. UPZ 121.14 (II a.C.), en uso pred. δωσιδίκους παρασχεῖν τοὺς ἠδικηκότας entregar a los culpables para que sean juzgados Plb.4.4.3.
Greek Monolingual
και δοσίδικος, -η, -ο (Α δωσίδικος)
νεοελλ.
αυτός που υπάγεται στη δικαιοσύνη, ο υπόλογος
αρχ.
αυτός που καταφεύγει στη δικαιοσύνη και αποφεύγει την αυτοδικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δωσι- < μελλ. δώσω του δίδωμι + -δικος < δίκη.
Greek Monotonic
δωσίδῐκος: -ον (δίκη), παραδίδομαι στη δικαιοσύνη, αφήνομαι στην εξουσία του νόμου, σε Ηρόδ.