ἐγερσιμάχας
English (LSJ)
[μᾰ], ου, ὁ,
A battle-stirring, AP7.424 (Antip. Sid.):—fem. ἐγερσῐ-χη, ib.6.122 (Nicias).
German (Pape)
[Seite 703] θοῦρος, der Kampferreger, Ant. Sid. 87 (VII, 424).
Greek (Liddell-Scott)
ἐγερσῐμάχας: -ου, ὁ, ὁ τὴν μάχην διεγείρων, Ἀνθ. Π. 7./424· θηλ. -χη 6.122.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui excite les combats.
Étymologie: ἐγείρω, μάχη.
Spanish (DGE)
(ἐγερσῐμάχας) -ου
• Prosodia: [-μᾰ-]
que anima el combate οἰωνὸς ... ἐ. del gallo de pelea AP 7.424 (Antip.Sid.), cf. Hsch.s.u. ἐγρεμάχας.
Greek Monolingual
ἐγερσιμάχας, ο (Α)
αυτός που παροτρύνει ή εμψυχώνει στη μάχη.
Greek Monotonic
ἐγερσῐμάχας: -ου, ὁ, θηλ. -μάχη, αυτός που προκαλεί μάχη, σε Ανθ.