ἐκβόσκω
From LSJ
English (LSJ)
aor. ἐξεβόσκησα,
A consume, τὰ ὑγρά Alex.Aphr.Pr.2.29 :— Med., ἐκβόσκομαι feed on, τι Nic.Th.803 ; absorb, ἰκμάδα Gal.1.517 : metaph. of grief, ὀδύνη ἐ. με Aristaenet.2.5.
German (Pape)
[Seite 755] (s. βόσκω), abweiden, verzehren, Sp. – Med., abweiden, στάχυν Nic. Th. 803; übertr., ἐκβόσκεταί με ὀδύνη Aristaen.
Greek Monolingual
ἐκβόσκω (Α)
1. κατατρώγω, καταναλώνω
2. μέσ. βόσκω
3. απορροφώ
4. (για θλίψη, οδύνες κ.λπ.) καταστρέφω, αρρωσταίνω κάποιον.