ἔνστημα

From LSJ
Revision as of 20:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔνστημα Medium diacritics: ἔνστημα Low diacritics: ένστημα Capitals: ΕΝΣΤΗΜΑ
Transliteration A: énstēma Transliteration B: enstēma Transliteration C: enstima Beta Code: e)/nsthma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A objection, εἴς τι Epicur.Ep.2p.39U.    II check, obstacle, Chrysipp.Stoic.2.268, M.Ant.8.41, S.E.M.7.253,al.

German (Pape)

[Seite 853] τό, das Hinderniß, bes. bei Stoikern, Plut. de Stoic. repugn. 57.

Greek (Liddell-Scott)

ἔνστημα: τό, = ἔνστασις Π. 2, Χρύσιππ. παρὰ Πλουτ. 2. 1056D, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μάθ. 7. 253.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
obstacle.
Étymologie: ἐνίστημι.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
obstáculo, impedimento ταῖς ... κινήσεσιν ἐνστήματα πολλὰ γίνεσθαι καὶ κωλύματα Chrysipp.Stoic.2.268, cf. M.Ant.8.41, S.E.M.7.253, 425
ref. lenguaje objeción a un argumento, Epicur.Ep.[3] 91.

Greek Monolingual

ἔνστημα, το (Α) ενίστημι
1. ένσταση, αντίρρηση
2. αντίδραση, αντίσταση.

Russian (Dvoretsky)

ἔνστημα: ατος τό препятствие, помеха Plut., Sext.