επιβήτορας
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
Greek Monolingual
ο (AM ἐπιβήτωρ) επιβαίνω
(για αρσενικό ζώο) αυτός που οχεύει, ο βατευτής
μσν.- νεοελλ.
1. αυτός που ανήλθε αντικανονικά σε επισκοπικό θρόνο
2. όποιος πήρε αντικανονικά αξίωμα ή εξουσία
νεοελλ.
1. αρσενικό ζώο που χρησιμοποιείται αποκλειστικά για γονιμοποίηση τών θηλυκών λόγω της ράτσας του
2. (για άντρα) ειρων. αυτός που έχει υπερβολικά έντονη σεξουαλική ζωή ή εξυπηρετεί τις σεξουαλικές ανάγκες άλλων συνήθως επ' αμοιβή
αρχ.
1. αυτός που ανεβαίνει κάπου
2. εκείνος που γνωρίζει κάτι καλά
3. ως επίθ. αυτός που αναπηδά, που ανατινάσσεται.
Translations
stallion (stud)
Catalan: semental; Chinese Mandarin: 種馬, 种马; Danish: avlshingst; Dutch: dekhengst; Galician: guarán, burraxo, mulateiro, grañón; German: Deckhengst, Zuchthengst, Schälhengst, Schellhengst, Beschäler; Ancient Greek: ὀχεῖον; Italian: stallone; Macedonian: пастув; Malay: kuda bibit; Norwegian Bokmål: avlshingst, stohingst; Nynorsk: avlshingst, alshingst, alehingst, stohingst; Portuguese: garanhão; Russian: самец-производитель, жеребец; Spanish: semental; Swedish: hingst, avelshingst
stud
Bulgarian: жребец; Catalan: semental, de llavor, llavorer; Czech: hřebec; Danish: avlshingst, avlstyr; Dutch: dekhengst, fokhengst, fokdier, dekstier, fokstier; Finnish: siitoseläin, siitosori; French: étalon; Galician: guarán, burraxo, contrareo, mulateiro, almallo, castal; German: Deckhengst, Schälhengst, Schellhengst, Beschäler, Beschälhengst, Zuchthengst, Gestüthengst, Gestütpferd, Decktier; Greek: επιβήτορας; Ancient Greek: ὀχεῖον; Hungarian: tenyészmén, fedezőmén, csődör, mén; Irish: graíre; Italian: riproduttore, razzatore, stallone; Lithuanian: eržilas; Macedonian: пастув; Malay: pembaka; Portuguese: garanhão; Romanian: armăsar; Russian: производитель, самец-производитель; Spanish: semental, garañón, padrillo; Swedish: hingst, avelshingst; Turkish: damızlık; Volapük: stäilajevod, stäilahijevod, bridöpajevod, bridöpahijevod, stäilajip, stäilahijip; Welsh: gre