ἐπίσειον
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
English (LSJ)
A v. ἐπίσιον.
German (Pape)
[Seite 976] τό, die Schamgegend, die Schamhaare, Hippocr., mit der v. l. ἐπίσιον, wie Arist. H. A. 1, 15 steht; Lycophr. 1385.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσειον: τό, τὰ περὶ τὴν ἥβην μέρη, Ἱππ. 252. 34, κτλ.· γραφόμενον ὡσαύτως ἐπείσειον, Λυκόφρ. 1385· ἐπίσιον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 13, 1. - Κατὰ Πολυδ. «αὐτὴ δὲ ἡ τρίχωσις (ἡ περὶ τὸ αἰδοῖον δηλ.) ἥβη τη καὶ ἐπίσιον», κατὰ δὲ Ἡσύχιον: «ἐπίσειον· τὸ αἰδοῖον ἀνδρὸς καὶ γυναικός».
Greek Monolingual
και επίσιον, το (Α ἐπίσειον και ἐπίσιον)
1. εφήβαιο, το προς την ήβη μέρος του αιδοίου
2. η τρίχωση του εφηβαίου, η ήβη
3. (κατά τον Ησύχ.) «ἐπίσειον
το αἰδοῑον ἀνδρὸς καὶ γυναικός».
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Βεβαιότητα υπάρχει για την μακρότητα του -ι- της προπαραλήγουσας. Ίσως η λ. είναι σύνθετη από το επί και ἴσος (ή ἶσος, στην επική και ιωνική ποίηση)].