επωτίδα

From LSJ
Revision as of 08:57, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐπωτίς)
πληθ. επωτίδες
δοκοί που προεξέχουν στις δύο πλευρές της πρώρας πλοίου για να κρεμιέται η άγκυρα
νεοελλ.
1. προεκβολή ξύλου ή σίδερου στο τοίχωμα πλοίου, όπου στερεώνουν ή κρεμούν αντικείμενα
αρχ.-μσν.
1. λαβή ποτηριού
2. εξάρτημα πετροβόλου μηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ους, ωτ-ός + κατάλ. -ις (πρβλ. επ-ωμ-ίς)].