ἐρίβομβος

From LSJ
Revision as of 16:05, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Τὰ μικρὰ κέρδη ζημίας μεγάλας (μείζονας βλάβας) φέρει → Minora noxas lucra maiores ferunt → Die kleinen Ränke tragen große Strafe ein

Menander, Monostichoi, 496
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίβομβος Medium diacritics: ἐρίβομβος Low diacritics: ερίβομβος Capitals: ΕΡΙΒΟΜΒΟΣ
Transliteration A: eríbombos Transliteration B: eribombos Transliteration C: erivomvos Beta Code: e)ri/bombos

English (LSJ)

ον,

   A loud-buzzing, μέλισσαι Orph.Fr.154,189.

German (Pape)

[Seite 1027] sehr summend, die Biene, Orph. frg. 49.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίβομβος: -ον, μεγάλως, ἰσχυρῶς βομβῶν, μέλισσα Ὀρφ. Ἀποσπ. 49.

Greek Monolingual

ἐρίβομβος, -ον (Α)
αυτός που βουίζει δυνατά («ἐρίβομβοι μέλισσαι», Ορφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + βόμβος.