έριθος
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
Greek Monolingual
ἔριθος, ὁ, ἡ (Α)
1. (ιδιαίτερα για θεριστές) εργάτης με ημερομίσθιο
2. μτγν. αἱ ἔριθοι
εργάτριες που γνέθουν και υφαίνουν το μαλλί, κλώστριες, υφάντριες («ἐρίων ἔριθοι»)
3. (και για αράχνες) φρ. «πάντα δ’ ἐρίθων ἀραχνᾱν βρίθει» (Σοφ.)
4. μτφ. υπηρέτης, δούλος («τλήμων γαστρὸς ἔριθος» — ο δυστυχισμένος υπηρέτης της κοιλιάς, δηλ. το αέριο που προέρχεται από την κοιλιά, η πορδή, Ύμν. εις Ερμ·).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ.
η σύνδεση της λ. με το έριον είναι καθαρά παρετυμολογική. Η λ. συνδέεται πιθ. με τα εριθάκη και ερίθακος.
ΠΑΡ. αρχ. εριθακής, εριθεύομαι.
ΣΥΝΘ. αρχ. συν-έριθος και φιλ-έριθος].