εὔπεμπτος
From LSJ
Full diacritics: εὔπεμπτος | Medium diacritics: εὔπεμπτος | Low diacritics: εύπεμπτος | Capitals: ΕΥΠΕΜΠΤΟΣ |
Transliteration A: eúpemptos | Transliteration B: eupemptos | Transliteration C: eypemptos | Beta Code: eu)/pemptos |
A missilis, Gloss.
εὔπεμπτος: -ον, ὁ εὐκόλως πεμπόμενος, Γλωσσ.
εὔπεμπτος, -ον (Α)
αυτός που στέλνεται ή αποπέμπεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πεμπτός (< πέμπω «στέλλω»)].