ευπειθής

From LSJ
Revision as of 08:55, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐπειθής, -ές, Α και εὐπιθής)
αυτός που πείθεται, που υπακούει πρόθυμα, ο πειθήνιος, ο πειθαρχικός
νεοελλ.
(το υπερθ. στο τέλος αιτήσεως ή αναφοράς σε δημόσια ή προϊστάμενη αρχή, πριν από την υπογραφή
ευπειθέστατος, -η
με μεγάλη προθυμία, με υπακοή, με σεβασμό
αρχ.
1. (για φωνή) ευλύγιστος
2. (για τροφή) εύπεπτος
3. (για πράγματα) εύχρηστος
4. αυτός που πείθει εύκολα, ο πειστικός
5. (για χαλινό) αυτός που εύκολα καθιστά το άλογο πειθήνιο.
επίρρ...
ευπειθώς (ΑΜ εὐπειθῶς)
πρόθυμα, με υπακοή, με σεβασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -πειθής (< πείθω), πρβλ. βραδυ-πειθής, δυσ-πειθής].