μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation
Full diacritics: εὔπονος | Medium diacritics: εὔπονος | Low diacritics: εύπονος | Capitals: ΕΥΠΟΝΟΣ |
Transliteration A: eúponos | Transliteration B: euponos | Transliteration C: eyponos | Beta Code: eu)/ponos |
ον,
A toilsome, φυλακαί Aristonous 1.38.
εὔπονος, -ον (ΑΜ)
επίπονος, κουραστικός.
επίρρ...
εὐπόνως (Μ)
επίπονα, με μεγάλο κόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πόνος «κόπος»].